σημασιῶν

σημασιῶν
σημασία
the giving a signal
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • ФИЛОН ДИАЛЕКТИК —     ФИЛОН ДИАЛЕКТИК (Φίλων 6 ^αλβκτικός) (кон. 4 нач. 3 в. до н. э.), представитель Мегарской школы, ученик Диодора Крона интересовался логическими парадоксами; сохранившиеся отрывки позволяют судить о его взглядах на проблемы импликации и… …   Античная философия

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • ακταίνω — ἀκταίνω (Α) (στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36) σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος… …   Dictionary of Greek

  • αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”